- τσινώ
- τσινάω 1. μετ.1) лягать, брыкать; 2) перен. колоть; уязвлять; 2. αμετ. 1) лягаться, брыкаться; 2) перен. злиться, выходить из себя, из терпения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσινώ — και τζινώ και τσινάω και τζινάω Ν 1. (για υποζύγιο) α) λακτίζω, κλοτσώ β) αγριεύω 2. μτφ. (για πρόσ.) α) (μτβ.) εξοργίζω κάποιον β) (αμτβ.) εξοργίζομαι, δυσανασχετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάζω, με μαλάκωμα τού τ πριν από το ι (πρβλ. κλημα τσ ίδα <… … Dictionary of Greek
τσινώ — τσίνησα, τσινισμένος 1. αμτβ., (για ζώα), κλοτσώ, τινάζω τα πόδια προς τα πίσω, λακτίζω. 2. μτφ. (για ανθρώπους), ερεθίζομαι, εξοργίζομαι, δυσανασχετώ, δυστροπώ: Τσίνησε όταν του θύμισαν την παλιά καταδίκη του. 4. μτβ., εξοργίζω, ερεθίζω, τσιγκλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλοτσώ — (Μ κλοτσῶ, άω) [κλότσος] χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι μου, δίνω κλοτσιά σε κάποιον ή σε κάτι, λακτίζω («ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε άρχισε να κλοτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά του») νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια να δίνω κλοτσιές («αυτό το άλογο δεν… … Dictionary of Greek
τζινώ — Ν βλ. τσινώ … Dictionary of Greek
τσίνα — η, Ν εκνευρισμός, οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τσινώ] … Dictionary of Greek
τσίνισμα — το, Ν 1. (για υποζύγιο) λάκτισμα, κλοτσιά 2. μτφ. (για πρόσ.) α) εξοργισμός β) δυσανασχέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
τσινάω — Ν βλ. τσινώ … Dictionary of Greek
τσινιά — και τζινιά, η, Ν κλοτσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ / τζινώ + κατάλ. ιά (πρβλ. τσιμπ ιά)] … Dictionary of Greek
τσινάω — (χωρίς τύπο τσινώ), τσίνησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής